Category: Old stuff


Λοιπόν έχει ο καιρός γυρίσματα έλεγαν οι παλιοί και εγώ ξαναλλάζω επιλογές για ακόμα μια φορά καθώς κατάλαβα πως δεν έχω το δικαίωμα να επιλέξω, παρά να γεννηθώ με αυτό. Θυμήθηκα λοιπόν ότι είχα γράψει παλιότερα ένα κείμενο που βρίσκετε στις ξεπέτες και είπα να το ανακαλέσω καθώς είναι από τα αγαπημένα μου και το μοναδικό που έστω και fictional μπορεί να με παρηγορήσει. Ακολουθεί το κείμενο.

Deadonce again_9th September 2006

Ένα πτώμα κείτεται πάνω στον θάλαμο, του ψιθυρίζει κάποιος. Ένα τι? αναρωτιέται από μέσα του. Χωρίς να θέλει να κρύψει τον εκνευρισμό του γνέφει στον άλλο και με σιγανά βήματα ανεβαίνει τους ορόφους, αρχίζει να βιάζεται, σκοντάφτει κάπου, ξανασηκώνεται και συνεχίζει. Περίπου στο έβδομο πάτωμα αρχίζει να βλέπει στο βάθος κηλίδες αίματος. Τις ακολουθεί. Φτάνει στο στόχο.

Στο μεγαλύτερο αμφιθέατρο της σχολής των καλλιτεχνικών σπουδών της Νέας Υόρκης υπήρχε ένα θέαμα. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά και καθώς πέρναγε μπροστά από κάθε θέση οι ανάσες του μεγάλωναν. Ο φίλος του και εραστής του Τζον τις τελευταίες μέρες είχε εξαφανιστεί. Για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο τα τηλεφωνήματα και οι καυτές νύχτες είχαν τελειώσει και αν και ήταν πολύ κοντά στην αποκάλυψη του μυστηρίου φοβόταν να παραδεχτεί ότι ο φίλος του είχε δολοφονηθεί ή αυτοκτονήσει. Ήταν τόσο καλός άνθρωπος, όμορφος, θαυμάσιος, τόσο ταλαντούχος, στην πιο ελεύθερη πόλη του κόσμου υποβόσκουν ακόμα σεξικοί εγκληματίες? δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είχε περάσει καιρός, χρόνια, όταν τον είχαν χτυπήσει τον Odd (τον ίδιο δηλαδή) σε ένα πεζοδρόμιο του Σικάγο όπου κάπνιζε αμέριμνος καθώς γυρνούσε από το σπίτι του πρώην εραστή του. Κάποιος στην γειτονιά είχε ανοίξει το στόμα του και μια ακατανόητη βία είχε ξεσπάσει στη βία. Αποτέλεσμα ήταν ο διωγμός από το σπίτι του. Ήταν πολύ παλιά σκεφτόταν. Το πτώμα ήταν ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπέζι από άσπρα πλακάκια. Το αίμα ήταν ακόμα ζεστό και έτρεχε προς όλες τις μεριές του αμφιθέατρου. Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και όλα άλλαξαν. Ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα φέγγιζε μέσα από το νεκρό. Φτερά φάνηκαν από το πουθενά και προσπαθούσαν να φύγουν από το στενό χώρο του στομαχιού του νεκρού. Δεν ξέρω τι να κάνω σκέφτηκε και πλησίασε το νεκρό σώμα, τράβηξε με προσοχή τα φτερά και είδε ότι κάτι βαρύτερο ακολουθούσε. Ήταν απίστευτο, παρίστατο σε μια τελετή γέννησης ενός αγγέλου. Σε όλη την ζωή του δεν περίμενε να το δει αυτό. Ο άγγελος ανυψώθηκε λίγα εκατοστά πάνω από το πτώμα και με λόγια μέσα από τα δόντια σιγά είπε «πατέρα, ω, πατέρα σε ευχαριστώ που με έφερες εδώ, σε αυτό τον κόσμο, χρώμα πλασμένο, σχήματα. Και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του.

Είχε μαύρα μαλλιά και γκρι άγρια όμορφα απόκοσμα μάτια. Ήταν γυμνός και έτσι του έδωσε το φούτερ του αλλά δεν μπορούσε να το βάλει, τον δυσκόλευαν τα φτερά. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου, καθώς προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να ζεσταθεί. Του έδωσα το παντελόνι μου. Έμεινα με το μποξεράκι και πλησίασα το πτώμα. Ήταν ο Τζον. Ζαλίστηκα και σκόνταψα, ένιωσα φτερά να με τυλίγουν στοργικά. «Πατέρα» μου είπε ο άγγελος “αυτή είναι η θυσία για να έρθω εδώ, είμαι ο πρώτος του είδους μου αλλά η επιθυμία αυτού του ανθρώπου που αποκαλείς Τζον να φέρει στον κόσμο κάτι δικό του ήταν μεγάλη. Γεννήθηκα μέσα από πόνο και αίματα και βίαιο έρωτα αλλά αυτό είναι το θαύμα του φοίνικα, γεννιέμαι μέσα από τις στάχτες κάποιου άλλου”, μου είπε κοιτάζοντας με στα μάτια. Δεν το πίστευα ότι ο άγγελος που με αγκάλιαζε με αυτό τον τρόπο ήταν καρπός του έρωτα μου με τον Τζον. Τις τελευταίες μέρες ο Τζον συμπεριφερόταν πολύ παράξενα, μετά από εκείνο το μάθημα βιολογίας. Ο καθηγητής είχε πει ότι η φύση απορρίπτει οτιδήποτε δεν μπορούσε να αναπαραχθεί και ότι όσα κάναμε ήταν μέχρι εκείνη την μέρα που κάποιος άλλος θα έρθει στον κόσμο να μας αντικαταστήσει. Ήταν πολύ εγωιστής σε αυτό το θέμα, ο Τζον ήθελε οπωσδήποτε παιδί, πίστευε ότι ήταν χάρισμα θεού σαν άνθρωπος, πίστευε στα ταλέντα του και την τελειότητα που έκρυβε μέσα του, δεν ήθελε να πεθάνει μια τόσο όμορφη γενιά, καθώς ήταν μοναχοπαίδι, δεν ήθελε να εξαφανιστεί το είδος του, κοντέψαμε να χωρίσουμε εκείνες τις μέρες. Ήθελε οπωσδήποτε αντικαταστάτη. Οπότε να τελικά που έγινε.

Μετά από κανένα τέταρτο αφού έκανα όλες αυτές τις σκέψεις το πτώμα άρχισε να μετακινείται. Ανυψώθηκε και ένα μπλε χρώμα έλουσε το χώρο, ύστερα άρχιζε να θρυμματίζεται και να γίνεται σταχτί και μετά χιλιάδες άσπρες πεταλούδες που πετούσαν παντού και χάριζαν στο χώρο χρώμα ενώθηκαν σε μια λάμψη και χάθηκαν. Όλα ξαναέγιναν κανονικά αλλά εγώ βρισκόμουν ακόμα στην αγκαλιά του γιου μου. Σηκώθηκα και με στερέωσε. Βγήκαμε μαζί από το αμφιθέατρο με δάκρυα στα μάτια πάνω στην άσπρη του σταρένια επιδερμίδα και εγώ στα κόκκινα πουλόβερ. Κατεβήκαμε, δεν ήξερα τι να κάνω. Όλοι τον κοιτούσαν παράξενα αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Θεωρητικά μόλις γεννήθηκε. Θα μπορούσα να τον πάρω μαζί μου στη σχολή μου αλλά δεν ήξερα τι γνώσεις είχε και με αυτά τα ερωτήματα κοιμήθηκα δίπλα σε έναν άγγελο, αύριο που θα ξημέρωνε θα βλέπαμε. Μέσα σε μια νύχτα έχασα έναν εραστή που μου έστειλε για αντικαταστάτη έναν άγγελο.

Wired Dream…

Είμαι σε ένα παράξενο όνειρο, οδηγώ ένα παράξενο τραίνο. Το έχει σχεδιάσει ο Γκαουντί. Παίρνει εντολές πολύ παράξενα, λες και θέλει να με ξεφορτωθεί ,να με σκοτώσει…Βρίσκομαι σε ένα καναπέ κάπου σε ένα μπαρόκ σπίτι,  κρύο, πολύ κρύο, μέσα στα σκοτεινά προσπαθώ να αρπάξω κάτι να με τυλίξει, να με ζεστάνει, έστω κάποιον…κάποια αγάπη να με αγγίξει, κάποιος έρωτας, ακούγεται γλυκιά μουσική στα αφτιά μου, γλυκός ψίθυρος με πιάνο. Προσπαθώ να βολευτώ στον καναπέ. Κάνουμε τις πρώτες συστάσεις, παίρνω διάφορες πόζες, εδώ σαν τον Πικάσο, εκεί σαν τον Μονέ, έτσι πάνω στο μαξιλαράκι σ αν εκείνον τον τρελό με το κομμένο αυτί, μπορεί να είναι ίδιοι δεν με ενδιαφέρει εδώ δεν κάνω μάθημα ιστορίας της τέχνης. Θέλω να κλειστώ εδώ για πάντα μόνος. Μόνο γλυκιά μουσική να ακούγεται, να κοιμάμαι και να ξυπνάς έτσι, γλυκοί ήχοι να με ξυπνούν, γλυκοί ήχοι να με κοιμίζουν, χέρια αόρατα να με αγγίζουν, ποδιά να κλείνονται γύρω μου και στήθη να με ακουμπάνε, θάλασσες να με λούζουν και αλμύρες να με ταΐζουν, μόνος μες στο όνειρο καθώς ζω τον πόνο να βιώσω, λάβα να ξεραθεί πάνω μου και μαχαίρι στην καρδιά μου, δρόμος να γίνει το κορμί μου και αγκάθια το κεφάλι μου, τρυφερό τριαντάφυλλο τα δάχτυλα μου και κριτσίνια τα κόκαλα μου, κρατς σπάνε ένα ένα ακολουθώντας έναν αλλόκοτο χορό σε ένα χώρο δίχως σκέψεις και κερί, μόνος ακολουθώ. Ποτάμια ιδρώτα να με λούζουν όπως γίνεται σε μένα και αγάπη πουθενά μια καρδιά γυάλινη πέτρα. Πέφτω εδώ. Πέφτω εκεί. Μια παραζάλη σε ένα ψέμα δίχως επιστροφή. Κρύβομαι σε ένα αλλόκοτο όνειρο γιατί δεν θέλω την αλλόκοτη ζωή μου και τον αλλόκοτο κόσμο κει γύρω….κάποιος μου γνέφει από μακριά να είναι η εμπειρία, να ναι ο έρωτας? μήτε εμπειρία, μήτε έρωτας μόνο δυο μάτια βαθιά γαλανά να με κοιτούν και μακριά ολόξανθα μαλλιά να με ακουμπούν, δάχτυλα μακριά σαν πιάνου πλήκτρα με ακουμπούν, με σφίγγουν σε μια αόρατη αγκαλιά, μιας γλυκιάς φωνής, το πηγούνι του προσώπου μυτερό πολύ όσο υγρά και τα μεγάλα μάτια, όσο το κορμί, αξύριστο καθώς είναι μου ανοίγει μια πληγή, αίμα γεμίζει την μπανιέρα και τα όνειρα εξαφανίζονται σε μια μέρα, που σαι εσύ μακρινέ να με σώσεις? από τη θλίψη που έμπλεξα και το επιτραπέζιο δίχως τέρμα? Βγαίνω έξω και δεν αναγνωρίζω πόσο γρήγορα χάνεται το ενδιαφέρον μου για τη ζωή. Μέσα στον κόσμο μου, τον τρελό και πολύχρωμο δεν περπατούν πτώματα στους δρόμους ούτε ανούσιοι άνθρωποι κενοί υπάρχουν. Μου αρέσει να σφίγγονται στην δική μου αγκαλιά για να σωθούν. Πιάνονται από μια ήδη βουλιαγμένη βάρκα. Θέλω να κλάψω αλλά σταγόνα δεν πέφτει. Μήπως φύγει μακριά το μαύρο της ψυχής. ’Όλα μοιάζουν νεκρά δίχως μέλλον, ένας συνεχής πονοκέφαλος δίχως τέλος. Μοιάζω αρχηγός, κυρίαρχος εγώ στο περιβόλι του θανάτου, άρχοντας Χάρος εγώ και όλα γύρω μου σκορπάνε, καμιά Περσεφόνη δεν με πλησιάζει, ακόμα και όταν μεταμορφώνομαι. Γελάω, ξεγελάω όλους έτσι, να το χαρούμενο παιδι, δυναμη? όρεξη? ναι άλλη μια μέρα στον κύκλο του θανάτου…. παραμονεύει κάτι άλλο να με σκοτώσει, τα πνεύματα με κυνηγούν και οι πόθοι μου λαβή κρατούν και πάλι, έτοιμοι για μάχη όλοι αυτοί να με κατασπαράξουν, ξεχασμένος κάπου μακριά ο εραστής με τα γαλάζια μάτια και το λευκό κορμί…καπνίζει μαριχουάνα μήπως ξεχάσει τον άλλον εραστή που του έδωσε τα πάντα, τώρα έχει φύγει, όλα έχουν πια τελειώσει και γυρνάει στην παλιά του τη ζωή, νοιώθει πως έκανε κακό άσχετο αν έδωσε ελπίδα και αγάπη σε έναν άλλο τυφλό, του έδειξε την αληθινή ζωή, και το χαμένο διαμάντι, κάπου αλλού σε κάποια άλλη παραλία ο άλλος κείτεται και περιμένει το κύμα να τον πάρει μαζί και με τις θύμησες που πήρε από τον πλανήτη Άρη, τον κόκκινο πλανήτη, του έρωτα, όχι της Αφροδίτης που η μοίρα έδειξε το δικό της σπίτι…
Καληνύχτα γαλανά μάτια όπου και να είστε…το κορμί απαλό και γλυκό ας κοιμηθεί αλλού απόψε αλλά το δικό σου φιλί σε εμένα θα στέκει πάντα….

Τα καστανά μαλλιά της ανακατεύονται ενώ εκείνη χαϊδεύει με τα μακριά δάχτυλα της και το άγγιγμα της το μενταγιόν από αμέθυστο που έχει. Είναι απορροφημένη και τα πράσινα μάτια της απασχολούνται από ένα θέαμα. Είναι ιδρωμένη από τη ζέστη και αλλά και παθιασμένη με εκείνους τους δύο. Συμπεριφέρονταν πάντα παράξενα. Κοιτάει ένα ζευγάρι, το τέλειο ζευγάρι και σκέφτεται την χαμένη ομορφιά της. Τόσο όμορφη και γοητευτική αλλά μόνη.
Εκείνος είναι μελαψός και πολύ αδύνατος αλλά μυώδης ,φαίνεται κουρασμένος, έχει βάλει τα χέρια του κοντά στα γόνατα του και τα πιέζει σαν μια άλλη στάση του λοτού ,τα μαύρα του μαλλιά είναι κοντοκουρεμένα και τα χείλι του σαρκώδη καθώς η μύτη του τελειώνει με ένα παράξενο κόψιμο.
Εκείνη τον πνίγει στα φιλιά που και πού ,σαν έκρηξη ηφαιστείου ,φαίνεται πιο ορεξάτη ,είναι σαν να προσπαθεί να τον βγάλει από κάποιο λήθαργο αλλά εκείνος θέλει να μείνει εκεί.
Έχει καστανόξανθα μαλλιά και φοράει γυαλιά ρειμπαν, είναι αδύνατη και τρομερά κομψή. Η φούστα που φοράει είναι αέρινη, στέκει υπέροχα λίγο πιο πάνω από τα γόνατα της. Μοιάζει ευτυχισμένη ,ποιός ξέρει? Μπορεί να είναι. Τα πόδια της τα έχει αφήσει λυτά ,το ένα στη δύση και το άλλο στην ανατολή εκείνων των σκαλιών του παλιού αρχοντικού.
Η εικόνα αυτή είναι γλυκιά ,από στιγμή σε στιγμή το πλάνο θα μπορούσε να γεμίσει από λουλούδια και κόκκινο χρώμα από σοκολάτα και αγάπη.Τότε όμως όλα εξαφανίζονται και η ηρωίδα μας μένει πάλι μόνη σε ένα μαύρο σκοτάδι ενός θεάτρου με τον προβολέα άλλου Λαρς Φον Τριέρ να την φωτίζει. Νιώθει μία ενοχλητική παρουσία δίπλα της, ενοχλητική? Όχι.
Είναι εκείνος που το όνομα του δεν προφέρεται ,που εραστής της δεν θα γινόταν ποτέ γιατί δεν γνωρίζονταν. Το αγόρι με τα μαύρα μαλλιά άλλαξε ρούχα. Της πιάνει το γοφό και εκείνη ασυναίσθητα χτυπάει το πόδι της ένα βήμα πίσω, χορεύουν όλη νύχτα το πιο παθιασμένο ταγκό, το Αργεντίνικο, έχουν ανάψει ,δύο φλόγες που παίζουν με τον θάνατο,το σκοτάδι, το νερό, τα πάντα. Μέχρι που εμφανίζετε εκείνη με ένα κόκκινο φουστάνι ,τότε η μουσική αλλάζει, η νότες φεύγουν πετώντας και έρχονται άλλες, ένας ανατολίτικος χορός ξεκινά για τη κατάκτηση του εραστή ,όμως τον πλησιάζουν και οι δύο , η μία στέκεται μπροστά του και η άλλη από πίσω του.Τα φώτα χαμηλώνουν καθώς τον κάνουν δικό τους.Τα φώτα σβήσανε.

Μέσα από ένα βουνό από αποτσίγαρα και ενα δωμάτιο γεμάτο σαν τεκέ με καπνους ξεπηδούσαν οι ιδέες και οι σκέψεις πολλές.

Καθισμένος ατσούμπαλα πάνω στον απαίσιο καναπέ σκεφτόταν τη ζωή του.

Είχε νόημα; τα όνειρα που έκανε; είχε νόημα το οτι δεν ήξερε τι ήθελε;

όχι.

Σε αυτο το τεράστιο σύμπαν που ήταν σίγουρος οτι γειτόνευε και με άλλα σε παράλληλους χρόνους δεν έδινε κανένας σημασία.Το μόνο που έλλειπε για να συμπληρώσει την εικόνα ήταν ενα μπουκάλι ακριβό ποτό που μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα να χαλαλίσει ή ένα μπουκάλι μπορντό, κατευθείαν από την Γαλλία.

Λίγο πιο πέρα κείτοταν άσπρη σκόνη που συμπλήρωνε την ουτοπική γη του σπιτιού του. Κάτι τον έτσουζε στα μάτια ή μήπως όχι; εκείνος έκλαιγε με σιωπηλά αναφιλητά καθώς έβλεπε το a lot like love, σκεφτόταν πως ποτέ δεν είχε αγαπήσει.

Μια σειρά βαρετών συμβάντων,μια ανούσια ζωη στο πέρασμά του, καυτές νύχτες με αλλοπαρμένες μεγαλύτερες, καυτές αλλά χωρίς μυαλά που αποζητούσαν να δοκιμάσουν καρπούς αγοριών, άλλοτε πάλι με μικρότερες που φοβόταν να τις αγγίξει μην στείλουν μηνύσεις αύριο.

Τα βράδυα του ήταν ανιαρά, όχι όπως θα ταίριαζε σε εναν πλούσιο νεαρό ζεν πρεμιέ. Είχε αγοράσει κάμποσες κιθάρες και ταλαιπωρούσε άσκοπα τους καθηγητές για να του διδάξουν, είχε ταλέντο αλλά πέρα από αυτό τι; Μόλις κάποια του ανέτρεψε κάθε θεωρία για την μουσική του αν και ανέβασε τη φωνή του.

Εκείνος ήθελε να πετάξει; να προσγειωθεί σαν ροκ σταρ; όλοι αυτό δεν θέλουν πλέον; μοιάζει το πιο εύκολο. Τον πήρε ο ύπνος στον άτακτο καναπέ. Δεν ειχε τι άλλο να σκεφτεί. Είχε προσπαθήσει μέχρι τώρα.

Γιατι σαν τους πολλούς; γιατι μέσα εκεί; θυμάται πριν από χρόνια τον παππού του να σιγοκλαίει στην πολυθρόνα του για τον γιο του, εκείνος μπλεγμένος στα πλοκάμια της ζωγραφικής και της ποίησης, για μια λέξη αναγνώρισης. Χαχα γελάει δυνατα τώρα και τα κόκκαλα του παππού τρίζουν.

Γελάει με τον εαυτό του που πίστευε σε αυτή τη λέξη έστω και για ένα τέταρτο του δευτερολέπτου, οι περισσότεροι πεθαίνουν και μετα αναγνωρίζονται…μοιραίως θα πεθάνεις για να αναγνωριστείς, μια άλογη λογική του μυαλού του παραφράζει την φράση.

Όχι πλέον, είχε αλλάξει γνώμη, δεν ήθελε να βρίσκεται ανάμεσα στα σκουπίδια το δικό του διαμάντι που χρόνια με τα χρόνια θα γινόταν άνθρακας μαζί με τους πολλούς. Τα χρήματα δεν τον ενδιέφεραν, είχε ό,τι ήθελε για να ζήσει αξιοπρεπώς. Έτσι απελευθερώθηκε μέσα του. Όχι πια καλλιτεχνίες, θα έφτιαχνε φωνή, κίνηση και κιθάρα αλλά θα προσπαθούσε να βρει αλλού το νόημα της ζωής που σίγουρα κάποιοι πιστεύουν ότι βρίσκεται στα φλας και στα χρωματιστά φώτα.Θα αφηνε την δημιουργία αλλού, μόνο θα αναπαράγαγε ό,τι του άρεσε. Έτσι ξαλαφρωμένος το άλλο πρωί σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα για να πλύνει το πρόσωπο του και το σώμα του.

Μια νέα μέρα ήταν στο κατώφλι και σίγουρα οι αχτίδες του ήλιου τον άγγιζαν.